ΓΙΑ
ΤΑ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΜΑΣ
Συνέντευξη από
την θεία μου για τα κατεχόμενα:
-Ποιo είναι το όνομα
σου και από πού κατάγεσαι;
- - Ονομάζομαι Μάρω και κατάγομαι από ένα κατεχόμενο χωριό
της Μόρφου το Καπούτι.
-Γεννήθηκες στο Καπούτι;
- -Ναι. Γεννήθηκα στο Καπούτι τον Μάρτιο του 1963.
-Δηλαδή έζησες στο
Καπούτι κάποια χρόνια? Μίλα μου για
αυτά.
- -Μεγάλωσα εκεί. Ήταν το χωριό όπου έζησα τα παιδικά μου
χρόνια. Τα καλύτερα και πιο αθώα χρόνια της ζωής μου. Μέχρι τον Ιούλιο του 1974 που έγινε η Τουρκική
εισβολή και φύγαμε για πάντα αφήνοντας πίσω μας το σπίτι που μεγάλωσα, το πρώτο
μου σχολείο, το δημοτικό σχολείο, τους φίλους και συμμαθητές μου.
-Θυμάσαι το σπίτι
σου πως ήταν;
- - Βέβαια το θυμάμαι. Εξάλλου ήμουν εντεκάμισι χρονών όταν έκαναν
εισβολή οι Τούρκοι στην Κύπρο. Μόλις
είχα τελειώσει το δημοτικό σχολείο του χωριού μου και είχα δώσει εξετάσεις για
να φοιτήσω την επόμενη σχολική χρονιά στο γυμνάσιο της Μόρφου. Το σπίτι μου ήταν χτισμένο περίπου στο κέντρο
του χωριού. Είχε δύο υπνοδωμάτια, μια
κουζίνα ενωμένη με τραπεζαρία ένα μικρό χωλ και μια μεγάλη σαλοτραπεζαρία. Ήταν μικρό σε σχέση με τα σπίτια που κτίζονται
σήμερα, όμως γεμάτο αγάπη και φιλοξενία για τους γείτονες, τους φίλους και τους
συγγενείς μας. Δίπλα ήταν το σπίτι της
γιαγιάς μου της Μαρίτσας και του παππού μου Ευθύμιου και πάρα δίπλα το σπίτι
της πρό γιαγιάς μου της Αγάθης, πιο παλιά κτίσματα με μεγάλους και μικρούς
ηλιακούς και καμάρες. Έξω από τα τρία
σπίτια η μεγάλη στρογγυλή αυλή σπαρμένη με μεγάλες άσπρες πέτρινες πλάκες να
σχηματίζουν πότε μικρά βουναλάκια και πότε λακκούβες. Στην άκρη ο επιβλητικός πετρόχτιστος φούρνος
όπου ζύμωναν η γιαγιά με την μητέρα μου και έφτιαχναν του κόσμου τις αρτολιχουδιές.
Κάθε Πάσχα μου έφτιαχναν αυγοτές με ψωμί
σε σχήμα βάτραχου ή καλαθιού και το κόκκινο μας αυγό στη μέση. Τα Χριστούγεννα
πάλι φτιάχναμε τον Άγιο Βασίλη σε μεγάλο ψωμί για να το βάλουμε το βράδυ της
παραμονής στο τραπέζι μαζί με ένα ποτήρι ποτήρι κρασί, μια μαντηλιά, μια χτένα, το πορτοφόλι του πατέρα
μου και τις παντόφλες εμένα και των αδελφών μου. Χαρά που κάναμε όταν πηγαίναμε για ύπνο πως
ότι το βράδυ θα έρθει ο Άγιος να φάει, να πιει κρασί να χτενίσει τα γένια του και να αφήσει
χρήματα σε όλους, στο πορτοφόλι του πατέρα μου και στις παντόφλες μας.
-Θυμάσαι ωραία
πράγματα; Τι άλλο θυμάσαι;
- -Θυμάμαι την κάθε γωνιά των σπιτιών μας, της αυλής , της
γειτονιάς όπου παίζαμε ασταμάτητα όλα τα παιδιά μέχρι το σκοτάδι να σκεπάσει τα
πάντα. Ποτέ δεν χορταίναμε να παίζουμε
και να τρέχουμε χαρούμενοι, ανέμελοι στα στενά χωματένα δρομάκια του χωριού
μου.
-Εκτός
από το σχολείο τι άλλο είχατε στο Καπούτι;
- -Είχαμε την εκκλησία μας που ήταν αφιερωμένη στον Άγιο
Γεώργιο και θυμάμαι κάθε Κυριακή που πήγαινα με τη γιαγιά μου. Εκεί γίνονταν όλα τα μυστήρια, γάμοι, βαφτίσεις κλπ. Είχαμε δύο τράπεζες, παντοπολεία, ένα
ζαχαροπλαστείο, τρία καφενεία κα πρατήριο βενζίνης.
-Στο χωριό υπήρχαν
περιβόλια;
- - Όπως και στη Μόρφου όλα τα χωριά της Μεσαορίας ήταν
πεδινά και είχαν άφθονο νερό. Γι’αυτό υπήρχαν πολλά περιβόλια με εσπεροειδή. Πορτοκάλια,
μανταρίνια, λεμόνια, γκρέιπ φρούτ. Είχε
και ο πατέρας μου ένα μεγάλο περιβόλι σε μια περιοχή που ονομαζόταν «Αγγούλι». Στο χωριό υπήρχαν, εκτός από περιβόλια,
πολλοί ελαιώνες που ποτίζονταν από μια μεγάλη δεξαμενή. Το μάζεμα των ελιών ήταν σωστό πανηγύρι για
τους συγχωριανούς.
-Τι άλλο είχε στο
χωριό σου;
- -Είχαμε το Κεφαλόβρυσο όπου το πετραύλακο έτρεχε συνεχώς νερό,
χειμώνα και καλοκαίρι. Θυμάμαι ήταν ο
τόπος όπου κάθε Δευτέρα της Καθαράς όλοι μαζευόμασταν εκεί να κόψουμε την Μούττη
της Σαρακοστής. Οι πιο τολμηροί έβαζαν
τα μαγιώ τους και κάθονταν μέσα στο κρυό νερο.
-Έχει τόσα πολλά
να θυμάσαι;
- - Θα μπορούσα να μιλώ για μέρες για όσα έζησα στο χωριό μου. Η ζωή κυλούσε όμορφα τα χρόνια εκείνα. Έγνοια του καθενώς ήταν να βγει το μεροκάματο
είτε καλιεργώντας την γη είτε φροντίζοντας τα περιβόλια και τις ελιές είτε
βόσκοντας τα πρόβατα στους αγρούς. Τότε
τα 2/3 των νοικοκυριών ήταν βοσκοί. Εξασφάλιζαν το κρέας τους, το γάλα,, το
χαλλούμι, τραχανά, γιαούρτι και ό,τι άλλο φτιάχνεται από γάλα. Όλοι φρόντίζαν να έχουν τα απαραίτητα για τα
παιδιά τους.
-Θα ήθελες να
ήσουν ακόμη εκεί;
- - Ναι Άντρια μου. Και
τι δεν θα έδινα για να μπορέσω να περπατήσω ξανά ελεύθερα στα στενά δρομάκια
του χωριού μου, στους τόπους που γεννήθηκα, που έζησα τα πρώτα χρόνια της ζωής
μου. Να εκκλησιαστώ στην εκκλησία που
πήγαινα παιδί, να σταθώ εκεί στη γωνιά που πάντοτε καθόμουν δίπλα από την
γιαγιά μου, να ζωντανέψω τις αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων.
-Δεν πήγες ποτέ
ξανά στα κατεχόμενα;
- -Πήγα τρεις φορές μετά που άνοιξαν τα οδοφράγματα. Τίποτα δεν είναι πια το ίδιο. Όλα άλλαξαν. Κτίστηκε μεγάλο πανεπιστήμιο, τα πιο παλιά
σπίτια γκρεμίστηκαν, όσα επέζησαν άλλαξαν μορφή. Οι δρόμοι μου φάνηκαν μικροί, οι αποστάσεις
κοντινές, το τεράστιο, στα μάτια μου, δημοτικό φαινόταν μια σταλιά! Οι παππούδες μου και οι γιαγιάδες μου πέθαναν
στην προσφυγιά, η εκκλησία έγινε τζάμι με μια σειρά νιπτήρες στο προαύλιό της
για να πλένουν οι άπιστοι τα πόδια τους πριν μπούνε μέσα. Ο Μιναρές να ορθώνεται δίπλα από το καμπαναριό
για να μας θυμίζει ότι πλέον δεν είμαστε οι δικαιούχοι του χωριού που κάθε του
σπιθαμή γης πότισαν οι γονείς, οι παππούδες και οι προπάπποι μου με τον ιδρώτα
και το δάκρυ τους. Το σπίτι του θείου
μου Νίκου βουβό, λες και ότι ποτέ δεν θα πατούσε ξανά το πόδι του εκεί, που
έδωσε την ζωή του ηρωΪκά μαχόμενος στις μάχες της Λαπήθου.
-Για να κλείσουμε
τη συνέντευξη μας, τι θα ήθελες να ευχηθείς;
- -Ποτέ μα ποτέ ξανά να μην έρθει έτσι κακό στον τόπο μας.
Ούτε παιδιά, ούτε εγγόνια να ζήσουν και
να βιώσουν όλα τούτα που εμείς ζήσαμε.
Ποτέ κανένας να μην σας διώξει από το σπίτι, το χωριό, το σχολείο τη ζωή
σας. Είναι όπως να ξεριζώνουν την ψυχή
σου και πάντα θα σε ακολουθά.
΄Αντρια Ιωάννου Στ΄2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου