Στο ιστολόγιο αυτό αναρτούνται εργασίες των μαθητών του Δημοτικού Σχολείου Επισκοπής που έγιναν μετά από μελέτη σε βιβλία και στο διαδίκτυο για θέματα που αφορούν το πρόβλημα που περνά η πατρίδα μας,καθώς επίσης και από συνεντεύξεις από άτομα που έζησαν τα γεγονότα της εισβολής τους 1974.
Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016
Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016
Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016
Πενταδάκτυλος
ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ
Ο Πενταδάκτυλος είναι επιμήκης ασβεστολιθική οροσειρά που εκτείνεται κατά μήκος της βόρειας ακτής
της Κύπρου.
Οφείλει το όνομά του στην ομώνυμη κορυφή, η οποία έχει το σχήμα παλάμης με
πέντε δάκτυλα. Σύμφωνα με την παράδοση, η οποία ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια,
ο Διγενής Ακρίτας στην προσπάθειά του να υπερπηδήσει την
οροσειρά άφησε το αποτύπωμα της παλάμης του στο βουνό.
Πολλοί άλλοι μύθοι και θρύλοι είναι συνδεδεμένοι με τα κάστρα που δεσπόζουν
στις κορυφές του βουνού, τα οποία κτίστηκαν από τους Βυζαντινούς για να
ελέγχουν το θαλάσσιο χώρο βόρεια του νησιού και να εντοπίζουν έγκαιρα πλοία των
Σαρακηνών πειρατών.
Ο Πενταδάκτυλος αποτελείται από
αλυσίδα βουνοκορφών, το ύψος των οποίων φτάνει τα 1024 μ. (Κυπαρισσόβουνος). Το
μήκος της οροσειράς ξεπερνά τα εκατό χιλιόμετρα, ενώ το πλάτος της σπάνια
υπερβαίνει τα πέντε. Στο δυτικό μέρος υψώνεται απότομα κοντά στο βορειοδυτικό ακρωτήριο Κορμακίτη, ενώ
ανατολικά το ύψος των κορυφών μειώνεται για να καταλήξει βαθμιαία στη χερσόνησο
της Καρπασίας η οποία αποτελεί προέκταση του βουνού. Στα
βόρεια η οροσειρά χωρίζεται από τη θάλασσα με μια στενή παράκτια πεδιάδα, ενώ
στα νότια απλώνεται η πεδιάδα της Μεσαορίας.
Ο Πενταδάκτυλος αποτελείται από
αλυσίδα βουνοκορφών, το ύψος των οποίων φτάνει τα 1024 μ. (Κυπαρισσόβουνος). Το
μήκος της οροσειράς ξεπερνά τα εκατό χιλιόμετρα, ενώ το πλάτος της σπάνια
υπερβαίνει τα πέντε. Στο δυτικό μέρος υψώνεται απότομα κοντά στο βορειοδυτικό ακρωτήριο Κορμακίτη, ενώ
ανατολικά το ύψος των κορυφών μειώνεται για να καταλήξει βαθμιαία στη χερσόνησο
της Καρπασίας η οποία αποτελεί προέκταση του βουνού. Στα
βόρεια η οροσειρά χωρίζεται από τη θάλασσα με μια στενή παράκτια πεδιάδα, ενώ
στα νότια απλώνεται η πεδιάδα της Μεσαορίας.
Δημήτρης Βάσου Στ΄2
Λευκόνικο
Λευκόνοικο
Το χωριό Λευκόνοικο βρίσκεται στο
κατεχόμενο τμήμα της Αμμοχώστου, στην κεντρική πεδιάδα της Μεσαορίας και
συνορεύει στα βόρεια με το χωριό Πλατάνι στα δυτικά με το χωριό Ψυλλάτος,, στ'
ανατολικά με τη Γύψου και στα νότια με τα Πυργά. Το χωριό ήταν ο τρίτος
μεγαλύτερος σε πληθυσμό οικισμός της επαρχίας Αμμοχώστου μετά τα Κάτω Βαρώσια
και το Ριζοκάρπασόν, γι' αυτό και αναφέρεται και ως κωμόπολη. Το 1973 το
Λευκόνοικο είχε 2.116 κατοίκους οι οποίοι ήταν όλοι τους Έλληνες.
Η ονομασία του χωριού είναι σύνθετη, από το λευκός και οίκος, και καθαρά
ελληνική. Οι λέξεις λευκός και οίκος τ ην περίοδο της Φραγκοκρατίας αντικαταστάθηκαν
από τις αντίστοιχες φράγκικες άσπρος και σπίτ ι - συνεπώς η αρχαιοπρεπής
ονομασία του δειλοί την ύπαρξη του πριν την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Σύμφωνα
με μία άποψη το χωριό οφείλει την ονομασία του στην παλαιά συνήθεια των
κατοίκων του ν΄ασπρίζουν τα σπίτια τους με ασβέστη, ενώ σύμφωνα με άλλη εκδοχή
στο χωριό υπήρχε κάποιος λευκός οίκος, ένα άσπρο σπίτι το οποίο δεν γνωρίζουμε
πότε κτίστηκε.
Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας
ήταν μια από τις εστίες επανάστασης κατά των κατακτητών λόγω της μιζέριας, της εξαθλίωσης, της ταπείνωσης
και της οικονομικής αφαίμαξης του πληθυσμού από τους Φράγκους. Συγκεκριμένα γύρω στα 1400
μ.Χ. οι πειρατές και οι κουρσάρου λεηλατούσαν
συνεχώς με τα καράβια τους τα παράλια της Συρίας, της Παλαιστίνης και
της Αιγύπτου, χρησιμοποιώντας τα
λιμάνια της Κύπρου για ανεφοδιασμό ενώ τα λάφυρα τ' αγόραζαν οι Φράγκοι φεουδάρχες, οι οποίοι με την σει ρά τους τα
πουλούσαν είτε στους ντόπιους είτε σε ξένους.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξαγριωθεί
ο Σουλτάνος της Αιγύπτου, ο οποίος απείλησε πόλεις και χωριά. Την επόμενη
χρονιά (1426) πραγματοποίησε δεύτερη επίθεση κατά την οποία αιχμαλωτίσθηκε ο
βασιλιάς Ιανός, θανατώθηκαν πολλοί φεουδάρχες, λεηλατήθηκαν πάλι οι πόλεις και
τα χωριά. Οι Κύπριοι δεν άντεξαν, με αρχηγό ένα εξαίρετο παλικάρι από τη Μια
Μηλιά, τον Ρε Αλέξη κήρυξαν την επανάσταση κατά των φεουδαρχών με κέντρο το
Λευκόνοικο.
Οι Φράγκοι στέλνουν δικούς τους
κληρικούς και δικούς μας, για να υπογράψουν συνθήκη με τους χωρικούς, αλλά τους
ξεγελούν και με δόλο αποκεφαλίζουν τους αρχηγούς τους στην Λευκωσία, ενώ μέσα
σε μια μέρα οι Φράγκοι έκοψαν πάνω από 9.000 μύτες συγγενών των επαναστατών για
να τους εκδικηθούν, και άλλα τόσα κεφάλια. Ο Ρε Αλέξης συνεχίζει την σθεναρή
αντίσταση με τα παλικάρια του, αλλά ηττάται στο χωριό Πέτρα του Διγενή. Ο ίδιος
είναι από τους λίγους που σώζονται και
καταφεύγει στα βουνά από όπου παρενοχλεί τους Φράγκους. Δυστυχώς όμως, κάποτε
τραυματίζεται, συλλαμβάνεται αιχμάλωτος και απαγχονίζεται στις 12 Μαΐου του 1427.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας το Λευκόνοικο ήταν ένας από τους είκοσι τέσσερις μουκαττάδες, δηλαδή περιοχές που επιβαρύνονταν με ιδικούς φόρους για τη συντήρηση των αγμάτων των γενιτσάρων που στάθμευαν στην Κύπρο.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας το Λευκόνοικο ήταν ένας από τους είκοσι τέσσερις μουκαττάδες, δηλαδή περιοχές που επιβαρύνονταν με ιδικούς φόρους για τη συντήρηση των αγμάτων των γενιτσάρων που στάθμευαν στην Κύπρο.
Το Λευκόνοικο αποτελείτο από
δύο ενορίες, την Πάνω και την Κάτω Γειτονία όπου είχαν ως κύριες εκκλησίες
εκείνη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και εκείνη της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Η
εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ είχε επιβλητική εμφάνιση, μ' ένα εξαίρετο
ξυλόγλυπτο τέμπλο και με παλιές βυζαντινές εικόνες. Η μεγαλόπρεπη τοιχογραφία
του Αρχαγγέλου Μιχαήλ δέσποζε στο εσωτερικό της. Στην εκκλησία του Αρχαγγέλου
γίνονταν όλες οι συναθροίσεις επ΄ευκαιρία διάφορων θρησκευτικών και εθνικών εορτών. Στην Κάτω
Γειτονιά η εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ήταν μικρή αλλά γοητευτικά
στολισμένη. Κοντά σε αυτήν την εκκλησία βρισκόταν το εκκλησάκι του Τιμίου
Σταυρού με τα ξακουστά παλιά βημόθυρά του. Στο λόφο του Γυμνασίου δέσποζε
μεγαλόπρεπα το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Το δε ξωκλήσι του Αγίου Θεοδώρου
ήταν κτισμένο ανάμεσα σε τουρκικές περιουσίες. Σε μια γραφική τοποθεσία, σε
λόφο βόρεια του χωριού, βρισκόταν το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, κοντά στο
τούρκικο χωριό Μελούντα. Το ξωκλήσι του Αγίου Φωκά βρισκόταν, κι αυτό βόρεια
του χωριού, κοντά στο τούρκικο χωριό Πλατάνι. Πολλές αρχαιότητες βρέθηκαν στην
περιοχή αυτή. Τέλος, στα νότια του χωριού, ανάμεσα στο γυμνό κάμπο, βρισκόταν
το μοναχικό ξωκλήσι της Αγίας Ζώνης (Αγία Κινούσα), κτισμένο σε τοποθεσία
αρχαίου συνοικισμό.
Η πονεμένη κόρη
Η ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΚΟΡΗ
Μάνα
μας μεγαλόψυχη
και
χιλιοματωμένη
την κόρη γύρνα να τη δεις
που'ν
χιλιολαβωμένη
Γύρισε και την κοίταξε
απ' την κορφή ως κάτω
είδε τους Τούρκους να τραβούν
τα σωθικά να βγάζουν
και στην καρδιά λαβωματιά
με τα σπαθιά χαράζουν
Τους είδα κόρη όμορφη
όμορφη μακρινή μου
μα θα περάσουν οι καιροί
και θα 'ρθουν άλλοι χρόνοι
που θα σε δω ελεύθερη
Ξανά μα λυτρωμένη
Μαρία
Παπαδοπούλου Στ΄1
Συνέντευξη από τη θεία μου
ΓΙΑ
ΤΑ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΜΑΣ
Συνέντευξη από
την θεία μου για τα κατεχόμενα:
-Ποιo είναι το όνομα
σου και από πού κατάγεσαι;
- - Ονομάζομαι Μάρω και κατάγομαι από ένα κατεχόμενο χωριό
της Μόρφου το Καπούτι.
-Γεννήθηκες στο Καπούτι;
- -Ναι. Γεννήθηκα στο Καπούτι τον Μάρτιο του 1963.
-Δηλαδή έζησες στο
Καπούτι κάποια χρόνια? Μίλα μου για
αυτά.
- -Μεγάλωσα εκεί. Ήταν το χωριό όπου έζησα τα παιδικά μου
χρόνια. Τα καλύτερα και πιο αθώα χρόνια της ζωής μου. Μέχρι τον Ιούλιο του 1974 που έγινε η Τουρκική
εισβολή και φύγαμε για πάντα αφήνοντας πίσω μας το σπίτι που μεγάλωσα, το πρώτο
μου σχολείο, το δημοτικό σχολείο, τους φίλους και συμμαθητές μου.
-Θυμάσαι το σπίτι
σου πως ήταν;
- - Βέβαια το θυμάμαι. Εξάλλου ήμουν εντεκάμισι χρονών όταν έκαναν
εισβολή οι Τούρκοι στην Κύπρο. Μόλις
είχα τελειώσει το δημοτικό σχολείο του χωριού μου και είχα δώσει εξετάσεις για
να φοιτήσω την επόμενη σχολική χρονιά στο γυμνάσιο της Μόρφου. Το σπίτι μου ήταν χτισμένο περίπου στο κέντρο
του χωριού. Είχε δύο υπνοδωμάτια, μια
κουζίνα ενωμένη με τραπεζαρία ένα μικρό χωλ και μια μεγάλη σαλοτραπεζαρία. Ήταν μικρό σε σχέση με τα σπίτια που κτίζονται
σήμερα, όμως γεμάτο αγάπη και φιλοξενία για τους γείτονες, τους φίλους και τους
συγγενείς μας. Δίπλα ήταν το σπίτι της
γιαγιάς μου της Μαρίτσας και του παππού μου Ευθύμιου και πάρα δίπλα το σπίτι
της πρό γιαγιάς μου της Αγάθης, πιο παλιά κτίσματα με μεγάλους και μικρούς
ηλιακούς και καμάρες. Έξω από τα τρία
σπίτια η μεγάλη στρογγυλή αυλή σπαρμένη με μεγάλες άσπρες πέτρινες πλάκες να
σχηματίζουν πότε μικρά βουναλάκια και πότε λακκούβες. Στην άκρη ο επιβλητικός πετρόχτιστος φούρνος
όπου ζύμωναν η γιαγιά με την μητέρα μου και έφτιαχναν του κόσμου τις αρτολιχουδιές.
Κάθε Πάσχα μου έφτιαχναν αυγοτές με ψωμί
σε σχήμα βάτραχου ή καλαθιού και το κόκκινο μας αυγό στη μέση. Τα Χριστούγεννα
πάλι φτιάχναμε τον Άγιο Βασίλη σε μεγάλο ψωμί για να το βάλουμε το βράδυ της
παραμονής στο τραπέζι μαζί με ένα ποτήρι ποτήρι κρασί, μια μαντηλιά, μια χτένα, το πορτοφόλι του πατέρα
μου και τις παντόφλες εμένα και των αδελφών μου. Χαρά που κάναμε όταν πηγαίναμε για ύπνο πως
ότι το βράδυ θα έρθει ο Άγιος να φάει, να πιει κρασί να χτενίσει τα γένια του και να αφήσει
χρήματα σε όλους, στο πορτοφόλι του πατέρα μου και στις παντόφλες μας.
-Θυμάσαι ωραία
πράγματα; Τι άλλο θυμάσαι;
- -Θυμάμαι την κάθε γωνιά των σπιτιών μας, της αυλής , της
γειτονιάς όπου παίζαμε ασταμάτητα όλα τα παιδιά μέχρι το σκοτάδι να σκεπάσει τα
πάντα. Ποτέ δεν χορταίναμε να παίζουμε
και να τρέχουμε χαρούμενοι, ανέμελοι στα στενά χωματένα δρομάκια του χωριού
μου.
-Εκτός
από το σχολείο τι άλλο είχατε στο Καπούτι;
- -Είχαμε την εκκλησία μας που ήταν αφιερωμένη στον Άγιο
Γεώργιο και θυμάμαι κάθε Κυριακή που πήγαινα με τη γιαγιά μου. Εκεί γίνονταν όλα τα μυστήρια, γάμοι, βαφτίσεις κλπ. Είχαμε δύο τράπεζες, παντοπολεία, ένα
ζαχαροπλαστείο, τρία καφενεία κα πρατήριο βενζίνης.
-Στο χωριό υπήρχαν
περιβόλια;
- - Όπως και στη Μόρφου όλα τα χωριά της Μεσαορίας ήταν
πεδινά και είχαν άφθονο νερό. Γι’αυτό υπήρχαν πολλά περιβόλια με εσπεροειδή. Πορτοκάλια,
μανταρίνια, λεμόνια, γκρέιπ φρούτ. Είχε
και ο πατέρας μου ένα μεγάλο περιβόλι σε μια περιοχή που ονομαζόταν «Αγγούλι». Στο χωριό υπήρχαν, εκτός από περιβόλια,
πολλοί ελαιώνες που ποτίζονταν από μια μεγάλη δεξαμενή. Το μάζεμα των ελιών ήταν σωστό πανηγύρι για
τους συγχωριανούς.
-Τι άλλο είχε στο
χωριό σου;
- -Είχαμε το Κεφαλόβρυσο όπου το πετραύλακο έτρεχε συνεχώς νερό,
χειμώνα και καλοκαίρι. Θυμάμαι ήταν ο
τόπος όπου κάθε Δευτέρα της Καθαράς όλοι μαζευόμασταν εκεί να κόψουμε την Μούττη
της Σαρακοστής. Οι πιο τολμηροί έβαζαν
τα μαγιώ τους και κάθονταν μέσα στο κρυό νερο.
-Έχει τόσα πολλά
να θυμάσαι;
- - Θα μπορούσα να μιλώ για μέρες για όσα έζησα στο χωριό μου. Η ζωή κυλούσε όμορφα τα χρόνια εκείνα. Έγνοια του καθενώς ήταν να βγει το μεροκάματο
είτε καλιεργώντας την γη είτε φροντίζοντας τα περιβόλια και τις ελιές είτε
βόσκοντας τα πρόβατα στους αγρούς. Τότε
τα 2/3 των νοικοκυριών ήταν βοσκοί. Εξασφάλιζαν το κρέας τους, το γάλα,, το
χαλλούμι, τραχανά, γιαούρτι και ό,τι άλλο φτιάχνεται από γάλα. Όλοι φρόντίζαν να έχουν τα απαραίτητα για τα
παιδιά τους.
-Θα ήθελες να
ήσουν ακόμη εκεί;
- - Ναι Άντρια μου. Και
τι δεν θα έδινα για να μπορέσω να περπατήσω ξανά ελεύθερα στα στενά δρομάκια
του χωριού μου, στους τόπους που γεννήθηκα, που έζησα τα πρώτα χρόνια της ζωής
μου. Να εκκλησιαστώ στην εκκλησία που
πήγαινα παιδί, να σταθώ εκεί στη γωνιά που πάντοτε καθόμουν δίπλα από την
γιαγιά μου, να ζωντανέψω τις αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων.
-Δεν πήγες ποτέ
ξανά στα κατεχόμενα;
- -Πήγα τρεις φορές μετά που άνοιξαν τα οδοφράγματα. Τίποτα δεν είναι πια το ίδιο. Όλα άλλαξαν. Κτίστηκε μεγάλο πανεπιστήμιο, τα πιο παλιά
σπίτια γκρεμίστηκαν, όσα επέζησαν άλλαξαν μορφή. Οι δρόμοι μου φάνηκαν μικροί, οι αποστάσεις
κοντινές, το τεράστιο, στα μάτια μου, δημοτικό φαινόταν μια σταλιά! Οι παππούδες μου και οι γιαγιάδες μου πέθαναν
στην προσφυγιά, η εκκλησία έγινε τζάμι με μια σειρά νιπτήρες στο προαύλιό της
για να πλένουν οι άπιστοι τα πόδια τους πριν μπούνε μέσα. Ο Μιναρές να ορθώνεται δίπλα από το καμπαναριό
για να μας θυμίζει ότι πλέον δεν είμαστε οι δικαιούχοι του χωριού που κάθε του
σπιθαμή γης πότισαν οι γονείς, οι παππούδες και οι προπάπποι μου με τον ιδρώτα
και το δάκρυ τους. Το σπίτι του θείου
μου Νίκου βουβό, λες και ότι ποτέ δεν θα πατούσε ξανά το πόδι του εκεί, που
έδωσε την ζωή του ηρωΪκά μαχόμενος στις μάχες της Λαπήθου.
-Για να κλείσουμε
τη συνέντευξη μας, τι θα ήθελες να ευχηθείς;
- -Ποτέ μα ποτέ ξανά να μην έρθει έτσι κακό στον τόπο μας.
Ούτε παιδιά, ούτε εγγόνια να ζήσουν και
να βιώσουν όλα τούτα που εμείς ζήσαμε.
Ποτέ κανένας να μην σας διώξει από το σπίτι, το χωριό, το σχολείο τη ζωή
σας. Είναι όπως να ξεριζώνουν την ψυχή
σου και πάντα θα σε ακολουθά.
΄Αντρια Ιωάννου Στ΄2
Κατεχόμενα μέρη
Κατεχόμενα μέρη
Το όμορφο χωριό μας το πήραν μακριά
μαζί με τα λουλούδια και τη λεμόνια.
Εκεί που βλέπεις όπου πας την ομορφιά
και ευχόμαστε και πάλι να είναι δική μας.
Όμορφο χωριό μου ποτέ δε θα σε ξεχάσω
μια θέση στην καρδιά μου για σένα θα φυλάξω.
Τι κι αν δε σε γνώρισα και είσαι σκλαβωμένο,
για μένα θα ‘σαι πάντοτε πολύ αγαπημένο.
Τα βάσανα που πέρασαν οι συγγενείς μου επάνω
για αυτούς ήταν τραγικό, σαν εφιάλτης μεγάλος.
Έτριβαν τα μάτια τους λες κι ήταν μόνο όνειρο,
μα ότι και να έκαναν ήταν ανήμποροι, ήταν άλλη η
αλήθεια.
ΦΩΤΕΙΝΗ ΠΑΝΑΓΙΔΟΥ
Στ2
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2016
Φόβος
Φόβος
Ποτέ δε θα ξεχάσω αυτή τη μέρα ,
τη μέρα του πολέμου , της δυστυχίας ,
της προδοσίας , του φόβου.
Παντού νεκροί , παντού πρόσφυγες , παντού τραυματίες .
Όλα ήταν σκοτεινά , όλα ήταν γκρίζα
και ο φόβος κυριαρχούσε , ο φόβος και ο κίνδυνος!
Άλλοι έμεναν , άλλοι έφευγαν,
γεμίζοντας τους δρόμους με αυτοκίνητα , φορτηγά , ταξί ,
φόβο , ανησυχία!
Άδειο το μυαλό μου, άδειες και οι σκέψεις μου
μόνο πίκρα , θυμό ,ανησυχία
και μια φλόγα ελπίδας πως θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος,
πως θα γυρίσω πίσω στο σπίτι μου , στο πατρικό μου σπίτι!
Εμείς οι πρόσφυγες μόνο ένα όνειρο έχουμε,
να ελευθερωθεί η Κύπρος, να γυρίσουμε πίσω στα σπίτια μας, στις περιουσίες μας ,
να βρούμε την αγάπη, την ευτυχία , τη χαρά που χάσαμε πριν από σαράντα χρόνια,
πριν από σαράντα χρόνια προδοσίας, θυμού, δυστυχίας.
Στυλιάνα Παπαδοπούλου Στ΄1
Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016
Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016
Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016
Σπαθαρικό
Το Σπαθαρικό είναι ένα από τα κατεχόμενα χωριά της Κύπρου στην επαρχία Αμμοχώστου. |
Οι κάτοικοι ασχολούνταν με γεωργία
και κτηνοτροφία . Έιχε περίπου 600 κατοίκους. Βρισκόταν στην πεδιάδα της
Μεσαορίας. Τα γειτονικά του χωριά ήταν το Τρίκωμο, το Αρναδί, ο Άγ. Γεώργιος
Σπαθαρικού, τα Λιμνιά και Άγιος Σέργιος.
Παραδείσι. Ειχε ένα δημοτικό σχολείο όπου φοιτούσαν περίπου 100 παιδιά.
Κάλια Παπαχριστοδούλου Στ΄1
Τουρκική εισβολή
Το ξημέρωμα της 14ης Αυγούστου ο Αττίλας πραγματοποιεί το δεύτερο σκέλος του σχεδίου του να μοιράσει το νησί σκορπώντας παντού το. θάνατο και την καταστροφή. Τα αεροπλάνα σφυρίζουν πάνω από τα κεφάλια μας και οι βόμβες πέφτουν. Τώρα που μεγάλωσε ο φόβος όλο και περισσότεροι χωριανοί παίρνουν τον μόνο ανοιχτό δρόμο που απέμεινε προς τα Κοκκινοχώρια και τις Βάσεις. Αν δεν έχουν δικό τους αυτοκίνητο, ανεβαίνουν σε φορτηγά και τρακτέρ. Μια καρότσα από πίσω σέρνει τους ανθρώπους μιας ολόκληρης γειτονιάς, που σκαρφάλωσαν την τελευταία στιγμή. Μερικοί είχαν την προνοητικότητα να πάρουν και μια τσάντα με προσωπικά ρούχα, ένα πάπλωμα, μια κουβέρτα και το κομπόδεμα με τα χρυσαφικά της οικογένειας. Οι περισσότεροι όμως φεύγουν όπως βρίσκονται με το κοντομάνικο και τις καλοκαιρινές τους παντόφλες. Τι να πρωτοπορούν άλλωστε, από ένα ολόκληρο νοικοκυριό; Εξάλλου κανένας δε φεύγει για πάντα. Περιμένουν πως θα περάσει το κακό και θα ξανάρθουν να ταΐσουν τα ζώα, ν' απλώσουν τα πλυμένα ρούχα, ν' αποτελειώσουν το ζύμωμα, να στεγνώσουν το φρεσκοψημένο τραχανά και να ποτίσουν τα λουλούδια της αυλής. Σαν σκαρφαλώνουν στο πρώτο μέσο για να φύγουν, ποτέ δεν περνάει από το μυαλό τους πως από δω κι εμπρός θα είναι εκτοπισμένοι στον ίδιο τους τον τόπο, πώς θα λένε κι αυτοί ιστορίες σαν αυτές που άκουγαν από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας!
Ηλίας Μηνά Στ΄1
Περιστερωνοπηγή
Το όνομα Περιστερωνοπηγή είναι
το κοινό όνομα των δυο χωριών Περιστερώνας και Πηγής που απέχουν μεταξύ τους μόνο μερικά μέτρα. Βγαίνοντας προς τα
έξω, η ανοιχτοσύνη του κάμπου σου επιτρέπει να βλέπεις τα γειτονικά χωριά: ΤοΛευκόνοικο, τα Γένρα, την Πυρκά, το Πραστιοτη Γαϊδουρά, τη Μαράθα και τη Μηλιά. Η πόλη στην οποία ανήκει διοικητικά η Περιστερωνοπηγή είναι
η Αμμόχωστος και απέχει από αυτή 20
χιλιόμετρα. Η περιστερώνα πήρε το όνομα της από τη λέξη περιστερών και σημαίνει
τόπο εκτροφής περιστεριών Η Πηγή πήρε το όνομα της από μια πηγή που ήταν δίπλα
στην εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, μέσα σ’ ένα περιβόλι. Για την Πηγή αυτή είναι γνωστή η πιο
κάτω παράδοση: Κάποτε οι κάτοικοι της Αγίας Κινούσας που βρίσκεται στο
Λευκόνοικο, πολύ κοντά στα σύνορα με την Περιστερωνοπηγή, πρόσεξαν ότι ένα
γουρούνι πήγαινε κάπου, επέστρεφε μουσκεμένο. Μια μέρα, για να το
παρακολουθήσουν πού πήγαινε κι έβρισκε νερό, έδεσαν πάνω στην ουρά του μια
"φαούτα", ένα κομμάτι ξύλο με το οποίο χτυπούσαν τα ρούχα της
μπουγάδας για να καθαρίσουν. Όταν επέστρεψε το γουρούνι, παρακολούθησαν τα
σημάδια της "φαούτας" στο χώμα και είδαν ότι κατέληγαν σ' ένα σημείο
όπου ανάβλυζε νερό. Από τότε εγκατέλειψαν την Αγία Κινούσα και κατοίκησαν γύρω
από την πηγή που είχε πρωτοβγεί το γουρούνι.
Hλίας Μηνά
Στ΄1
Λάπηθος
Η Λάπηθος είναι κωμόπολη και παραλιακός δήμος στη βόρεια ακτογραμμή της Κύπρου, στα δυτικά της πόλης της Κερύνειας, στα κατεχόμενα από την Τουρκία εδάφη της Κύπρου. Ανήκει στην επαρχία Κερύνειας. Σύμφωνα με την παράδοση κτίστηκε από τους Σπαρτιάτες και τον Πελοποννήσιο βασιλιά τους, Πράξανδρο πριν τον Τρωικό πόλεμο. Η Λάπηθος καταλήφθηκε από τα τουρκικά στρατεύματα τον Αύγουστο του 1974 και εξακολουθεί να είναι κατεχόμενη πόλη. Οι 5500 κάτοικοι της, στην πλειοψηφία τους Έλληνες χριστιανοί, εξαναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν.
Είναι ο 23ος μεγαλύτερος σε έκταση δήμος της Κύπρου.Σωτήρης Ανδρέου Στ΄1
Λύση
Η
Λύση είναι κατεχόμενη κωμόπολη της
Κύπρου και ανεξάρτητος δήμος στην Επαρχία Αμμόχωστου.
Προσωρινή έδρα του δήμου είναι η Λάρνακα. Η Λύση βρίσκεται στην πεδιάδα της Μεσαορίας και
απέχει 32 χιλιόμετρα από τη Λευκωσία , 20 χιλιόμετρα από τη Λάρνακα και 29 χιλιόμετρα από την Αμμόχωστο. Πριν την τούρκικη εισβολή του 1974 είχε 5.500 κατοίκους.
Προσωρινή έδρα του δήμου είναι η Λάρνακα. Η Λύση βρίσκεται στην πεδιάδα της Μεσαορίας και
απέχει 32 χιλιόμετρα από τη Λευκωσία , 20 χιλιόμετρα από τη Λάρνακα και 29 χιλιόμετρα από την Αμμόχωστο. Πριν την τούρκικη εισβολή του 1974 είχε 5.500 κατοίκους.
Ιστορία
Aνακηρύχθηκε
δήμος τον Μάιο του 1962 με πρώτο δήμαρχο τον Γιάγκο Σουρουλλά. Μετά την
συμφωνία της Ζυρίχης το δημοτικό συμβούλιο καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από
συμβούλιο
βελτιώσεως. Το 1986 προβιβάστηκε πάλι σε δήμο. Η ονομασία προέρχεται από την αρχαία πόλη Ελύση που βρισκόταν στη περιοχή.
βελτιώσεως. Το 1986 προβιβάστηκε πάλι σε δήμο. Η ονομασία προέρχεται από την αρχαία πόλη Ελύση που βρισκόταν στη περιοχή.
Είναι
αδελφοποιημένος με τους δήμους Δοϊράνης, Μύρινας, και Αγίων Αναργύρων Αττικής.
Μιχαήλ Κάσσιαλος
Ο Κάσιαλος γεννήθηκε το 1885 στο
χωριό Άσσια. Από μικρός ασχολήθηκε με την αγιογραφία, δίνοντας έτσι ένα πρώτο
δείγμα του πλούσιου ταλέντου του. Στα 13 του έμαθε την τέχνη του παπουτσή.
Παράλληλα όμως συνέχισε να δημιουργεί, ασχολούμενος πλέον με την κεραμεική.
Έφτιαχνε μικρά αγγεία από πηλό, πιστά αντίγραφα αρχαίων αντικειμένων, τα οποία
στη συνέχεια πουλούσε στους τουρίστες ως αυθεντικά. Ήταν μάλιστα τόσο πειστικά
που ξεγέλασαν ακόμα και τον τότε διευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου ο οποίος
τα έβαλε στις προθήκες του.
Το 1957, σε ηλικία περίπου 70 ετών,
ο Κάσιαλος στράφηκε αποκλειστικά στη ζωγραφική. Άντλησε τα θέματά του από την
καθημερινότητα, όπως ο ίδιος τη βίωνε. Ζωγράφισε τα ήθη και τα έθιμα του τόπου
του, ιδιαίτερα αυτά που συνδέονται με τον κύκλο της ζωής: το στόλισμα της
νύφης, τον χορό, το στρώσιμο του κρεβατιού, το γλέντι του γάμου, το μυστήριο
στην Εκκλησία, τη γέννηση και ό,τι συνδέεται μαζί της. Επίσης, σημαντική θέση
στη θεματογραφία του είχαν και οι αγροτικές εργασίες: γυναίκες και άνδρες να
δουλεύουν στα χωράφια ή στο σπίτι, νέες γυναίκες να υφαίνουν στον αργαλειό, το
όργωμα, το θέρισμα, το αλώνισμα, το πότισμα των χωραφιών, το τάισμα των ζώων.
Ζωγράφιζε ακόμη παραδοσιακά επαγγέλματα, όπως αυτό του πεταλωτή.
Το 1960 παρουσίασε την πρώτη του
έκθεση, η οποία τον έκανε γνωστό σε ολόκληρη την Κύπρο αλλά και το εξωτερικό.
Ακολούθησαν ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στο Λονδίνο και την Μπρατισλάβα,
βραβεύσεις και κολακευτικά σχόλια από τον Τύπο. Παρά την επιτυχία του όμως ο
Κάσιαλος δεν έχασε ποτέ την αυθεντικότητά του και δεν ξέχασε ποτέ από πού
προέρχεται. Δεν αποχωρίστηκε ποτέ την βράκα και την πλατιά ζώστρα του χωριού
του ούτε και το καλπάκι του, που του έδωσε τη χαρακτηριστική εικόνα με την
οποία έμεινε γνωστός.
Ο Κάσιαλος έζησε μια γεμάτη ζωή με
δυσκολίες και στενοχώριες αλλά και με ευρεία αναγνώριση και δόξα. Δυστυχώς όμως
δεν είχε το τέλος που του άξιζε. Η τουρκική εισβολή του 1974 βρήκε τον Κάσιαλο
στο χωριό του, στη διαδικασία της αγιογράφησης του ναού του Αγ. Σπυρίδωνα, ο
οποίος χτίστηκε με δωρεά του ίδιου του Κάσιαλου υπό τον όρο να την διακοσμήσει
μόνος του. Τούρκοι στρατιώτες μπήκαν στο σπίτι του ζητώντας του χρήματα. Ο
Κάσιαλος τους έδωσε όσα είχε όμως εκείνοι δεν ικανοποιήθηκαν. Επέστρεψαν την
επόμενη μέρα κι όταν ο γέροντας τους είπε ότι δεν είχε πια τίποτα να τους
δώσει, τον χτύπησαν βάναυσα και του έσπασαν τα πόδια με τον υποκόπανο των όπλων
τους. Ο Κάσιαλος και η οικογένειά του έμειναν εγκλωβισμένοι στο χωριό τους για
μια βδομάδα. Όταν τους επέτρεψαν να φύγουν ο γέροντας είχε πια εξαντληθεί.
Πληγωμένος, πονεμένος αλλά, κυρίως, πικραμένος για την τραγική μοίρα της
πατρίδας του, ο Κάσιαλος άφησε την τελευταία του πνοή στις 31 Αυγούστου 1974
στο φιλανθρωπικό ίδρυμα «Άγιος Παύλος» της Λάρνακας. Η τελευταία του σκέψη ήταν
για το χωριό του, τους πίνακες και την αγιογράφηση της εκκλησίας του που δεν
πρόλαβε να τελειώσει.
Μετά το θάνατο του, έργα του
Κάσιαλου στάλθηκαν με τη φροντίδα της Μορφωτικής Υπηρεσίας του Υπουργείου
Παιδείας στη Διεθνή έκθεση "Η Τέχνη των Ναΐφ" στο Μόναχο.
Χρυσή Χρυσάνθου Στ΄1
Αχερίτου
Αχερίτου
Ασιερίτου: Το
χωριό αυτό της επαρχίας Αμμοχώστου, είναι ένα από τα λίγα χωριά της Κύπρου, που
διατηρούν δύο ονόματα. Ένα από τους Έλληνες, κι ένα από τους Τούρκους. Οι
Έλληνες λένε το χωριό Ασιερίτου και οι Τούρκοι Κουβερτζινλίκ, που σημαίνει περιστερωνας,
δηλαδή τόπος που τρέφονται πολλά περιστέρια. Το επικρατέστερο βέβαια είναι το
Ασιερίτου, γιατί το Κουβερτζινλίκ είναι σε χρήση στο
κτηματολόγιο και στα κυβερνητικά χαρτιά, που διατήρησαν πολλές ονομασίες της
εποχής των Τούρκων.
Η ονομασία Ασιερίτου
έχει σίγουρα σχέση με την Ασρά-Ασιερά= τόπος λατρείας της
Ασράρτης-Αστάρτης-Αφροδίτης. Όμως και η δεύτερη ονομασία δεν είναι άσχετη με τη
θεά Αφροδίτη, γιατί το περιστέρι ήταν τον παλιό καιρό το ιερό πτηνό της θεάς,
κι ήταν αδύνατο να βρει κανείς τότε τόπο λατρείας της Αφροδίτης, χωρίς να
διασχίζουν τον ουρανό κοπάδια περιστεριών. Ενδέχεται η παράδοση για τη διατροφή
περιστεριών να συνεχίστηκε και στα χριστιανικά χρόνια, αδιάφορο αν εξέλειπε η
λατρεία της θεάς. Έτσι θα δόθηκε αφορμή να ονομαστεί το χωριό Περιστερώνα, όπως
ονομάστηκαν κι άλλα τρία χωριά της Κύπρου κατά τα Βυζαντινά χρόνια και την
εποχή της Τουρκοκρατίας να μεταφραστεί στα Τούρκικα.
Η Ασιερίτου
είναι γνωστό πως υπήρχε στα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Φαίνεται όμως πως δεν
ήταν από τους σημαντικούς συνοικισμούς, αν κρίνουμε από την επιδρομή των
Μαμελοίκων το 1425 μ.Χ., που έκαψαν τα γειτονικά της Ασιερίτου χωριά, Τράπεζα,
Σίγουρη και Καλοψίδα. Κι η Ασιερίτου θα καταστράφηκε τότε, μα δεν αναφέρθηκε
από τους χρονογράφους, ίσως γιατί επρόκειτο περί μικρού συνοικισμού, που
αποτελούσε ένα μικρό φέουδο, με ιδιοκτήτη Φράγκο φεουδάρχη και όπου κατοικούσαν
μονάχα λίγοι δουλοπάροικοι, οι οποίοι χρειάζονταν για την καλλιέργεια των
κτημάτων του φεουδάρχη. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας επεκράτησε το Τούρκικο
στοιχείο και το πρώην φέουδο, μετατράπηκε σε τσιφλίκι, με τσιφλικά έναν Τούρκον
αγά, όπως έγινε με όλα τα φράγκικα φέουδα της Κύπρου.
Οι σημερινοί
κάτοικοι της Ασιερίτου, όλοι Έλληνες, προέρχονται από εργάτες που δούλευαν κατά
καιρούς στους αγάδες του τσιφλικιού και από μετανάστες γειτονικών συνοικισμών
που καταστράφηκαν, όπως τότε. Όσο για τον συνοικισμό της Τράπεζας είναι γνωστό
πως οι κάτοικοι που είχαν απομείνει, ξανά κατοίκησαν στο χωριό τους, γιατί το
1563 εποχή των Ενετών, δοκίμασαν να ξανακτίσουν την εκκλησία της Παναγίας της
Τράπεζας, μα φαίνεται πως ο συνοικισμός σιγά σιγά έφθινε και το 1707 διαλύθηκε
οριστικά. Οι εναπομείναντες κάτοικοι του μετανάστευσαν στην Ασιερίτου,
παίρνοντας μαζί τους τις πιο σπουδαίες εικόνες του ναού του χωριού τους. Έτσι
το περίφημο χωριό της Τράπεζας, που ήταν ξακουσμένο σε όλη τη Μεσαορία για τις
72 ταβέρνες που συντηρούσε, σβήστηκε οριστικά από τον κατάλογο των Κυπριακών
χωριών.
Το 1758
φαίνεται πως στην Ασιερίτου άρχισε να υποχωρεί το Τούρκικο στοιχείο. Το
τσιφλίκι των αγάδων πέρασε σε Ελληνικά χέρια. Το αγόρασε ο Έλληνας Ανδρόνικος
Καρύδης από τη Λάρνακα, δραγομάνος της βασίλισσας της Ουγγαρίας.
Ο παλιός ναός
της Ασιερίτου είχε μετατραπεί από τους Τούρκους σε στάβλο των ζώων, και οι
χριστιανοί κάτοικοι δεν είχαν που να εκκλησιαστούν. Ο Καρύδης φρόντισε να
αναπληρώσει την έλλειψη αυτή. Πήρε άδεια από τον Πασά της Λευκωσίας να κτίσει
ένα εκκλησάκι δίπλα από το κτίριο της έπαυλης του και για τις θρησκευτικές
ανάγκες της δικής του οικογένειας και για τις θρησκευτικές ανάγκες των εργατών
του κτήματος. Το εκκλησάκι αυτό, αφιερωμένο στην Αγία Μαρίνα, σώζεται ως σήμερα
και είναι στολισμένο με εκλεκτές εικόνες, τις οποίες ο Καρύδης αγόρασε από
σπίτια στην Αμμόχωστο.
Τον Ανδρόνικο
Καρύδη αντικατέστησε αργότερα η Φράγκικη οικογένεια των Μαντοβάνηδων από τη
Λάρνακα. Οι Μαντοβάνηδες είχαν μετατρέψει την έπαυλή τους αυτή στην Ασιερίτου
σε άσυλο, στο οποίο μπορούσαν να καταφεύγουν οι κατατρεγμένοι από τους
Τούρκους, Κύπριοι. Δεν είχε κανένας το δικαίωμα να μπει στο κτήμα αυτό και να συλλάβει
οποιονδήποτε καταζητούμενο. Έτσι γλίτωσαν τη ζωή τους πολλοί κατατρεγμένοι
Κύπριοι από τους Τούρκους, με τελικό αποτέλεσμα τον αφάνταστο πλουτισμό της
οικογένειας των Μαντουβάνηδων, γιατί ο καθένας που ζητούσε άσυλο στην έπαυλη
τους, πλήρωνε ακριβά την ασυλία του, παραχωρώντας στους ιδιοκτήτες το κοπάδι
του, ή τα κτήματά του, ή τα ζώα του, ή τα χρήματά του, ό,τι είχε και δεν είχε,
για να σώσει τη ζωή του. Οι χωρικοί παραδίδουν πως τελευταία, δεν μπορούν να
ξέρουν χρονολογίες, η έπαυλη μοιράστηκε σε κομμάτια και πουλήθηκε από τους
ιδιοκτήτες κι έτσι πέρασε στα χέρια των εργατών που δούλευαν εκεί και στα χέρια
των άλλων κατοίκων της Ασιερίτου. Ο μεγάλος σεβασμός που έτρεφαν οι κάτοικοι
της Τράπεζας στον Άγιο Γεώργιο, μεταφέρτηκε τώρα στην Ασιερίτου, στην οποία
γίνεται πανήγυρη στις 8 Νοέβρη.
Νικόλας Γεωργίου
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)